- ακολάστημα
- ἀκολάστημα, το (Α) [ἀκολασταίνω]πράξη ακολασίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀκολαστημάτων — ἀκολάστημα act of neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκολαστήματα — ἀκολάστημα act of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακολασταίνω — ἀκολασταίνω (Α) είμαι ακόλαστος, ρέπω σε ακολασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκόλαστος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκολάστημα] … Dictionary of Greek
ԱՆՏԱՆՋՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0243 Chronological Sequence: 6c գ. ἁκολασία, ἁκολάστημα intemperantia, incontinentia Հելլենաբանութեամբ՝ Չտանջելն զանձն. անարգելութիւն. անառակութիւն. անխառնութիւն. *Փոխեսցին միտք մեր յանխառնութենէ եւ յանտանջութենէ ʼի համբերութիւն եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)